Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρύμη
τρύξ
τρύος
τρῦπα
τρυπαλώπηξ
τρυπανία
τρυπανίζω
τρυπανικός
τρυπανισμός
τρυπανοειδής
τρύπανον
τρυπανοῦχος
τρυπανώδης
τρυπάω
τρύπη
τρύπημα
τρύπησις
τρυπητέον
τρυπητήρ
τρυπητής
τρυπητός
View word page
τρύπανον
a borer, auger
ShortDef
a borer, auger
Debugging
Headword:
τρύπανον
Headword (normalized):
τρύπανον
Headword (normalized/stripped):
τρυπανον
IDX:
89473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89474
Key:
Data
{'content': 'a borer, auger'}