Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρῦμα
τρυμαλιά
τρύμη
τρύξ
τρύος
τρῦπα
τρυπαλώπηξ
τρυπανία
τρυπανίζω
τρυπανικός
τρυπανισμός
τρυπανοειδής
τρύπανον
τρυπανοῦχος
τρυπανώδης
τρυπάω
τρύπη
τρύπημα
τρύπησις
τρυπητέον
τρυπητήρ
View word page
τρυπανισμός
boring, piercing

ShortDef

boring, piercing

Debugging

Headword:
τρυπανισμός
Headword (normalized):
τρυπανισμός
Headword (normalized/stripped):
τρυπανισμος
IDX:
89471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89472
Key:

Data

{'content': 'boring, piercing'}