Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρυηλίς
τρυλίζω
τρυλισμός
τρῦμα
τρυμαλιά
τρύμη
τρύξ
τρύος
τρῦπα
τρυπαλώπηξ
τρυπανία
τρυπανίζω
τρυπανικός
τρυπανισμός
τρυπανοειδής
τρύπανον
τρυπανοῦχος
τρυπανώδης
τρυπάω
τρύπη
τρύπημα
View word page
τρυπανία
thong for working a τρύπανον

ShortDef

thong for working a τρύπανον

Debugging

Headword:
τρυπανία
Headword (normalized):
τρυπανία
Headword (normalized/stripped):
τρυπανια
IDX:
89468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89469
Key:

Data

{'content': 'thong for working a τρύπανον'}