Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρυγών
τρύζω
τρυηλίς
τρυλίζω
τρυλισμός
τρῦμα
τρυμαλιά
τρύμη
τρύξ
τρύος
τρῦπα
τρυπαλώπηξ
τρυπανία
τρυπανίζω
τρυπανικός
τρυπανισμός
τρυπανοειδής
τρύπανον
τρυπανοῦχος
τρυπανώδης
τρυπάω
View word page
τρῦπα
hole
ShortDef
hole
Debugging
Headword:
τρῦπα
Headword (normalized):
τρῦπα
Headword (normalized/stripped):
τρυπα
IDX:
89466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89467
Key:
Data
{'content': 'hole'}