Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρυγῳδός
τρυγών
τρύζω
τρυηλίς
τρυλίζω
τρυλισμός
τρῦμα
τρυμαλιά
τρύμη
τρύξ
τρύος
τρῦπα
τρυπαλώπηξ
τρυπανία
τρυπανίζω
τρυπανικός
τρυπανισμός
τρυπανοειδής
τρύπανον
τρυπανοῦχος
τρυπανώδης
View word page
τρύος
distress, toil, labour

ShortDef

distress, toil, labour

Debugging

Headword:
τρύος
Headword (normalized):
τρύος
Headword (normalized/stripped):
τρυος
IDX:
89465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89466
Key:

Data

{'content': 'distress, toil, labour'}