Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρυγῳδικός
τρυγῳδοποιομουσική
τρυγῳδός
τρυγών
τρύζω
τρυηλίς
τρυλίζω
τρυλισμός
τρῦμα
τρυμαλιά
τρύμη
τρύξ
τρύος
τρῦπα
τρυπαλώπηξ
τρυπανία
τρυπανίζω
τρυπανικός
τρυπανισμός
τρυπανοειδής
τρύπανον
View word page
τρύμη
a hole

ShortDef

a hole

Debugging

Headword:
τρύμη
Headword (normalized):
τρύμη
Headword (normalized/stripped):
τρυμη
IDX:
89463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89464
Key:

Data

{'content': 'a hole'}