Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρυγῳδία
τρυγῳδικός
τρυγῳδοποιομουσική
τρυγῳδός
τρυγών
τρύζω
τρυηλίς
τρυλίζω
τρυλισμός
τρῦμα
τρυμαλιά
τρύμη
τρύξ
τρύος
τρῦπα
τρυπαλώπηξ
τρυπανία
τρυπανίζω
τρυπανικός
τρυπανισμός
τρυπανοειδής
View word page
τρυμαλιά
a hole
ShortDef
a hole
Debugging
Headword:
τρυμαλιά
Headword (normalized):
τρυμαλιά
Headword (normalized/stripped):
τρυμαλια
IDX:
89462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89463
Key:
Data
{'content': 'a hole'}