Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρυγώδης
τρυγῳδία
τρυγῳδικός
τρυγῳδοποιομουσική
τρυγῳδός
τρυγών
τρύζω
τρυηλίς
τρυλίζω
τρυλισμός
τρῦμα
τρυμαλιά
τρύμη
τρύξ
τρύος
τρῦπα
τρυπαλώπηξ
τρυπανία
τρυπανίζω
τρυπανικός
τρυπανισμός
View word page
τρῦμα
hole

ShortDef

hole

Debugging

Headword:
τρῦμα
Headword (normalized):
τρῦμα
Headword (normalized/stripped):
τρυμα
IDX:
89461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89462
Key:

Data

{'content': 'hole'}