Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρυγόνιος
τρυγοσώματος
τρύγω
τρυγώδης
τρυγῳδία
τρυγῳδικός
τρυγῳδοποιομουσική
τρυγῳδός
τρυγών
τρύζω
τρυηλίς
τρυλίζω
τρυλισμός
τρῦμα
τρυμαλιά
τρύμη
τρύξ
τρύος
τρῦπα
τρυπαλώπηξ
τρυπανία
View word page
τρυηλίς
ladle, spoon

ShortDef

ladle, spoon

Debugging

Headword:
τρυηλίς
Headword (normalized):
τρυηλίς
Headword (normalized/stripped):
τρυηλις
IDX:
89458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89459
Key:

Data

{'content': 'ladle, spoon'}