Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρύγινον
τρυγοδαίμων
τρυγοδίφησις
τρυγοιπέω
τρύγοιπος
τρυγόνιος
τρυγοσώματος
τρύγω
τρυγώδης
τρυγῳδία
τρυγῳδικός
τρυγῳδοποιομουσική
τρυγῳδός
τρυγών
τρύζω
τρυηλίς
τρυλίζω
τρυλισμός
τρῦμα
τρυμαλιά
τρύμη
View word page
τρυγῳδικός
trygic, comic word for comic

ShortDef

trygic, comic word for comic

Debugging

Headword:
τρυγῳδικός
Headword (normalized):
τρυγῳδικός
Headword (normalized/stripped):
τρυγωδικος
IDX:
89453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89454
Key:

Data

{'content': 'trygic, comic word for comic'}