Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντιξενίζω
ἀντιξοέω
ἀντίξοος
ἀντιξύω
ἀντίον
ἀντίον2
ἀντιόομαι
Ἀντιόπη
ἀντίος
ἀντιοστατέω
ἀντιοτόμον
Ἀντιόχεια
Ἀντιόχειος
ἀντιοχεύομαι
Ἀντίοχος
ἀντιπαγκρατιάζω
ἀντιπάθεια
ἀντιπαθέω
ἀντιπαθής
ἀντιπαθητικός
ἀντιπαιδεύω
View word page
ἀντιοτόμον
tonsillotome
ShortDef
tonsillotome
Debugging
Headword:
ἀντιοτόμον
Headword (normalized):
ἀντιοτόμον
Headword (normalized/stripped):
αντιοτομον
IDX:
8944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8945
Key:
Data
{'content': 'tonsillotome'}