Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρυγητικός
τρύγητος
τρυγήτρια
τρυγηφάγος
τρυγηφάνιος
τρυγηφόρος
τρυγία
τρυγίας
τρυγίζω
τρυγικός
τρύγινον
τρυγοδαίμων
τρυγοδίφησις
τρυγοιπέω
τρύγοιπος
τρυγόνιος
τρυγοσώματος
τρύγω
τρυγώδης
τρυγῳδία
τρυγῳδικός
View word page
τρύγινον
made from lees
ShortDef
made from lees
Debugging
Headword:
τρύγινον
Headword (normalized):
τρύγινον
Headword (normalized/stripped):
τρυγινον
IDX:
89443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89444
Key:
Data
{'content': 'made from lees'}