Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρυγητήριον
τρυγητικός
τρύγητος
τρυγήτρια
τρυγηφάγος
τρυγηφάνιος
τρυγηφόρος
τρυγία
τρυγίας
τρυγίζω
τρυγικός
τρύγινον
τρυγοδαίμων
τρυγοδίφησις
τρυγοιπέω
τρύγοιπος
τρυγόνιος
τρυγοσώματος
τρύγω
τρυγώδης
τρυγῳδία
View word page
τρυγικός
of lees

ShortDef

of lees

Debugging

Headword:
τρυγικός
Headword (normalized):
τρυγικός
Headword (normalized/stripped):
τρυγικος
IDX:
89442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89443
Key:

Data

{'content': 'of lees'}