Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρυγερός
τρύγη
τρύγημα
τρυγήσιμος
τρύγησις
τρυγητήρ
τρυγητήριον
τρυγητικός
τρύγητος
τρυγήτρια
τρυγηφάγος
τρυγηφάνιος
τρυγηφόρος
τρυγία
τρυγίας
τρυγίζω
τρυγικός
τρύγινον
τρυγοδαίμων
τρυγοδίφησις
τρυγοιπέω
View word page
τρυγηφάγος
devouring crops
ShortDef
devouring crops
Debugging
Headword:
τρυγηφάγος
Headword (normalized):
τρυγηφάγος
Headword (normalized/stripped):
τρυγηφαγος
IDX:
89436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89437
Key:
Data
{'content': 'devouring crops'}