Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρυγάνη
τρυγάω
τρυγερός
τρύγη
τρύγημα
τρυγήσιμος
τρύγησις
τρυγητήρ
τρυγητήριον
τρυγητικός
τρύγητος
τρυγήτρια
τρυγηφάγος
τρυγηφάνιος
τρυγηφόρος
τρυγία
τρυγίας
τρυγίζω
τρυγικός
τρύγινον
τρυγοδαίμων
View word page
τρύγητος
a vintage, harvest

ShortDef

a vintage, harvest

Debugging

Headword:
τρύγητος
Headword (normalized):
τρύγητος
Headword (normalized/stripped):
τρυγητος
IDX:
89434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89435
Key:

Data

{'content': 'a vintage, harvest'}