Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρύβλιον
τρυγάνη
τρυγάω
τρυγερός
τρύγη
τρύγημα
τρυγήσιμος
τρύγησις
τρυγητήρ
τρυγητήριον
τρυγητικός
τρύγητος
τρυγήτρια
τρυγηφάγος
τρυγηφάνιος
τρυγηφόρος
τρυγία
τρυγίας
τρυγίζω
τρυγικός
τρύγινον
View word page
τρυγητικός
of or for the vintage

ShortDef

of or for the vintage

Debugging

Headword:
τρυγητικός
Headword (normalized):
τρυγητικός
Headword (normalized/stripped):
τρυγητικος
IDX:
89433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89434
Key:

Data

{'content': 'of or for the vintage'}