Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τροχός
τροχός2
τρόχωσις
τρύβλιον
τρυγάνη
τρυγάω
τρυγερός
τρύγη
τρύγημα
τρυγήσιμος
τρύγησις
τρυγητήρ
τρυγητήριον
τρυγητικός
τρύγητος
τρυγήτρια
τρυγηφάγος
τρυγηφάνιος
τρυγηφόρος
τρυγία
τρυγίας
View word page
τρύγησις
harvest, vintage
ShortDef
harvest, vintage
Debugging
Headword:
τρύγησις
Headword (normalized):
τρύγησις
Headword (normalized/stripped):
τρυγησις
IDX:
89430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89431
Key:
Data
{'content': 'harvest, vintage'}