Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τροχοποιέω
τρόχος
τροχός
τροχός2
τρόχωσις
τρύβλιον
τρυγάνη
τρυγάω
τρυγερός
τρύγη
τρύγημα
τρυγήσιμος
τρύγησις
τρυγητήρ
τρυγητήριον
τρυγητικός
τρύγητος
τρυγήτρια
τρυγηφάγος
τρυγηφάνιος
τρυγηφόρος
View word page
τρύγημα
crop

ShortDef

crop

Debugging

Headword:
τρύγημα
Headword (normalized):
τρύγημα
Headword (normalized/stripped):
τρυγημα
IDX:
89428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89429
Key:

Data

{'content': 'crop'}