Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τροχοπαικτέω
τροχοπέδη
τροχοποιέω
τρόχος
τροχός
τροχός2
τρόχωσις
τρύβλιον
τρυγάνη
τρυγάω
τρυγερός
τρύγη
τρύγημα
τρυγήσιμος
τρύγησις
τρυγητήρ
τρυγητήριον
τρυγητικός
τρύγητος
τρυγήτρια
τρυγηφάγος
View word page
τρυγερός
full of lees

ShortDef

full of lees

Debugging

Headword:
τρυγερός
Headword (normalized):
τρυγερός
Headword (normalized/stripped):
τρυγερος
IDX:
89426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89427
Key:

Data

{'content': 'full of lees'}