Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τροχιός
τρόχις
τροχίσκος
τρόχμαλος
τροχοδινέομαι
τροχοειδής
τροχόεις
τροχοκουράς
τροχοπαικτέω
τροχοπέδη
τροχοποιέω
τρόχος
τροχός
τροχός2
τρόχωσις
τρύβλιον
τρυγάνη
τρυγάω
τρυγερός
τρύγη
τρύγημα
View word page
τροχοποιέω
to make wheels
ShortDef
to make wheels
Debugging
Headword:
τροχοποιέω
Headword (normalized):
τροχοποιέω
Headword (normalized/stripped):
τροχοποιεω
IDX:
89418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89419
Key:
Data
{'content': 'to make wheels'}