Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀντίνοος
ἀντίνοος
ἀντινουθετέω
ἀντίνωτος
ἀντιξενίζω
ἀντιξοέω
ἀντίξοος
ἀντιξύω
ἀντίον
ἀντίον2
ἀντιόομαι
Ἀντιόπη
ἀντίος
ἀντιοστατέω
ἀντιοτόμον
Ἀντιόχεια
Ἀντιόχειος
ἀντιοχεύομαι
Ἀντίοχος
ἀντιπαγκρατιάζω
ἀντιπάθεια
View word page
ἀντιόομαι
to resist, oppose
ShortDef
to resist, oppose
Debugging
Headword:
ἀντιόομαι
Headword (normalized):
ἀντιόομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιοομαι
IDX:
8940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8941
Key:
Data
{'content': 'to resist, oppose'}