Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τροχιαμβικός
τροχίας
τροχίασμα
τροχίζω
τροχικός
τροχιλεία
τροχιλεῖον
τροχίλος
τροχιλώδης
τροχίμαλλον
τρόχιμος
τρόχιον
τροχιός
τρόχις
τροχίσκος
τρόχμαλος
τροχοδινέομαι
τροχοειδής
τροχόεις
τροχοκουράς
τροχοπαικτέω
View word page
τρόχιμος
running, hastening

ShortDef

running, hastening

Debugging

Headword:
τρόχιμος
Headword (normalized):
τρόχιμος
Headword (normalized/stripped):
τροχιμος
IDX:
89406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89407
Key:

Data

{'content': 'running, hastening'}