Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τροχελλέα
τροχερός
τροχεύομαι
τροχή
τροχηλασία
τροχηλατέω
τροχηλάτης
τροχήλατος
τροχιά
τροχιάζω
τροχιαῖος
τροχιαμβικός
τροχίας
τροχίασμα
τροχίζω
τροχικός
τροχιλεία
τροχιλεῖον
τροχίλος
τροχιλώδης
τροχίμαλλον
View word page
τροχιαῖος
worked by a wheel

ShortDef

worked by a wheel

Debugging

Headword:
τροχιαῖος
Headword (normalized):
τροχιαῖος
Headword (normalized/stripped):
τροχιαιος
IDX:
89395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89396
Key:

Data

{'content': 'worked by a wheel'}