Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τροχειλέα
τροχελλέα
τροχερός
τροχεύομαι
τροχή
τροχηλασία
τροχηλατέω
τροχηλάτης
τροχήλατος
τροχιά
τροχιάζω
τροχιαῖος
τροχιαμβικός
τροχίας
τροχίασμα
τροχίζω
τροχικός
τροχιλεία
τροχιλεῖον
τροχίλος
τροχιλώδης
View word page
τροχιάζω
roto, rotor
ShortDef
roto, rotor
Debugging
Headword:
τροχιάζω
Headword (normalized):
τροχιάζω
Headword (normalized/stripped):
τροχιαζω
IDX:
89394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89395
Key:
Data
{'content': 'roto, rotor'}