Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τρόχασμα
τροχαστής
τροχάω
τροχειλέα
τροχελλέα
τροχερός
τροχεύομαι
τροχή
τροχηλασία
τροχηλατέω
τροχηλάτης
τροχήλατος
τροχιά
τροχιάζω
τροχιαῖος
τροχιαμβικός
τροχίας
τροχίασμα
τροχίζω
τροχικός
τροχιλεία
View word page
τροχηλάτης
one who guides wheels

ShortDef

one who guides wheels

Debugging

Headword:
τροχηλάτης
Headword (normalized):
τροχηλάτης
Headword (normalized/stripped):
τροχηλατης
IDX:
89391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89392
Key:

Data

{'content': 'one who guides wheels'}