Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τροχάς
τρόχασμα
τροχαστής
τροχάω
τροχειλέα
τροχελλέα
τροχερός
τροχεύομαι
τροχή
τροχηλασία
τροχηλατέω
τροχηλάτης
τροχήλατος
τροχιά
τροχιάζω
τροχιαῖος
τροχιαμβικός
τροχίας
τροχίασμα
τροχίζω
τροχικός
View word page
τροχηλατέω
to drive a chariot: to drive about, drive round and round

ShortDef

to drive a chariot: to drive about, drive round and round

Debugging

Headword:
τροχηλατέω
Headword (normalized):
τροχηλατέω
Headword (normalized/stripped):
τροχηλατεω
IDX:
89390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89391
Key:

Data

{'content': 'to drive a chariot: to drive about, drive round and round'}