Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τροχαλίζω
τροχαλός
τροχαντήρ
τροχάς
τρόχασμα
τροχαστής
τροχάω
τροχειλέα
τροχελλέα
τροχερός
τροχεύομαι
τροχή
τροχηλασία
τροχηλατέω
τροχηλάτης
τροχήλατος
τροχιά
τροχιάζω
τροχιαῖος
τροχιαμβικός
τροχίας
View word page
τροχεύομαι
rotor
ShortDef
rotor
Debugging
Headword:
τροχεύομαι
Headword (normalized):
τροχεύομαι
Headword (normalized/stripped):
τροχευομαι
IDX:
89387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89388
Key:
Data
{'content': 'rotor'}