Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τροχαλεῖον
τροχαλίζω
τροχαλός
τροχαντήρ
τροχάς
τρόχασμα
τροχαστής
τροχάω
τροχειλέα
τροχελλέα
τροχερός
τροχεύομαι
τροχή
τροχηλασία
τροχηλατέω
τροχηλάτης
τροχήλατος
τροχιά
τροχιάζω
τροχιαῖος
τροχιαμβικός
View word page
τροχερός
running, tripping
ShortDef
running, tripping
Debugging
Headword:
τροχερός
Headword (normalized):
τροχερός
Headword (normalized/stripped):
τροχερος
IDX:
89386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89387
Key:
Data
{'content': 'running, tripping'}