Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τροχαϊκός
τροχαιοειδής
τροχαῖος
τροχαιοχόρειος
τροχαϊσμός
τροχαλεῖον
τροχαλίζω
τροχαλός
τροχαντήρ
τροχάς
τρόχασμα
τροχαστής
τροχάω
τροχειλέα
τροχελλέα
τροχερός
τροχεύομαι
τροχή
τροχηλασία
τροχηλατέω
τροχηλάτης
View word page
τρόχασμα
course, running
ShortDef
course, running
Debugging
Headword:
τρόχασμα
Headword (normalized):
τρόχασμα
Headword (normalized/stripped):
τροχασμα
IDX:
89381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89382
Key:
Data
{'content': 'course, running'}