Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τροχαδάριος
τροχάδην
τροχάδια
τροχάζω
τροχαϊκός
τροχαιοειδής
τροχαῖος
τροχαιοχόρειος
τροχαϊσμός
τροχαλεῖον
τροχαλίζω
τροχαλός
τροχαντήρ
τροχάς
τρόχασμα
τροχαστής
τροχάω
τροχειλέα
τροχελλέα
τροχερός
τροχεύομαι
View word page
τροχαλίζω
roll along

ShortDef

roll along

Debugging

Headword:
τροχαλίζω
Headword (normalized):
τροχαλίζω
Headword (normalized/stripped):
τροχαλιζω
IDX:
89377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89378
Key:

Data

{'content': 'roll along'}