Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τροφοφορέω
τροφώ
τροφώδης
Τροφώνιος
τροχαδάριος
τροχάδην
τροχάδια
τροχάζω
τροχαϊκός
τροχαιοειδής
τροχαῖος
τροχαιοχόρειος
τροχαϊσμός
τροχαλεῖον
τροχαλίζω
τροχαλός
τροχαντήρ
τροχάς
τρόχασμα
τροχαστής
τροχάω
View word page
τροχαῖος
running, tripping

ShortDef

running, tripping

Debugging

Headword:
τροχαῖος
Headword (normalized):
τροχαῖος
Headword (normalized/stripped):
τροχαιος
IDX:
89373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89374
Key:

Data

{'content': 'running, tripping'}