Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρόφις
τροφῖτις
τροφιώδης
τροφόεις
τροφοποιός
τροφός
τροφοφορέω
τροφώ
τροφώδης
Τροφώνιος
τροχαδάριος
τροχάδην
τροχάδια
τροχάζω
τροχαϊκός
τροχαιοειδής
τροχαῖος
τροχαιοχόρειος
τροχαϊσμός
τροχαλεῖον
τροχαλίζω
View word page
τροχαδάριος
shoemaker
ShortDef
shoemaker
Debugging
Headword:
τροχαδάριος
Headword (normalized):
τροχαδάριος
Headword (normalized/stripped):
τροχαδαριος
IDX:
89367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89368
Key:
Data
{'content': 'shoemaker'}