Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τροφιμαῖος
τρόφιμος
τροφιμότης
τρόφιον
τρόφις
τροφῖτις
τροφιώδης
τροφόεις
τροφοποιός
τροφός
τροφοφορέω
τροφώ
τροφώδης
Τροφώνιος
τροχαδάριος
τροχάδην
τροχάδια
τροχάζω
τροχαϊκός
τροχαιοειδής
τροχαῖος
View word page
τροφοφορέω
to bring
ShortDef
to bring
Debugging
Headword:
τροφοφορέω
Headword (normalized):
τροφοφορέω
Headword (normalized/stripped):
τροφοφορεω
IDX:
89363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89364
Key:
Data
{'content': 'to bring'}