Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τροφεύς
τροφεύω
τροφή
τροφητικός
τροφίας
τροφικός
τροφιμαῖος
τρόφιμος
τροφιμότης
τρόφιον
τρόφις
τροφῖτις
τροφιώδης
τροφόεις
τροφοποιός
τροφός
τροφοφορέω
τροφώ
τροφώδης
Τροφώνιος
τροχαδάριος
View word page
τρόφις
well-fed, stout, large

ShortDef

well-fed, stout, large

Debugging

Headword:
τρόφις
Headword (normalized):
τρόφις
Headword (normalized/stripped):
τροφις
IDX:
89357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89358
Key:

Data

{'content': 'well-fed, stout, large'}