Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τροφεῖα
τροφεία
τροφεύς
τροφεύω
τροφή
τροφητικός
τροφίας
τροφικός
τροφιμαῖος
τρόφιμος
τροφιμότης
τρόφιον
τρόφις
τροφῖτις
τροφιώδης
τροφόεις
τροφοποιός
τροφός
τροφοφορέω
τροφώ
τροφώδης
View word page
τροφιμότης
nutritiousness
ShortDef
nutritiousness
Debugging
Headword:
τροφιμότης
Headword (normalized):
τροφιμότης
Headword (normalized/stripped):
τροφιμοτης
IDX:
89355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89356
Key:
Data
{'content': 'nutritiousness'}