Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τροῦλλα
τροφά
τροφαλίς
τροφεῖα
τροφεία
τροφεύς
τροφεύω
τροφή
τροφητικός
τροφίας
τροφικός
τροφιμαῖος
τρόφιμος
τροφιμότης
τρόφιον
τρόφις
τροφῖτις
τροφιώδης
τροφόεις
τροφοποιός
τροφός
View word page
τροφικός
nursing, tending

ShortDef

nursing, tending

Debugging

Headword:
τροφικός
Headword (normalized):
τροφικός
Headword (normalized/stripped):
τροφικος
IDX:
89352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89353
Key:

Data

{'content': 'nursing, tending'}