Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τροπωτήρ
τροῦλλα
τροφά
τροφαλίς
τροφεῖα
τροφεία
τροφεύς
τροφεύω
τροφή
τροφητικός
τροφίας
τροφικός
τροφιμαῖος
τρόφιμος
τροφιμότης
τρόφιον
τρόφις
τροφῖτις
τροφιώδης
τροφόεις
τροφοποιός
View word page
τροφίας
brought up in the house, stall-fed

ShortDef

brought up in the house, stall-fed

Debugging

Headword:
τροφίας
Headword (normalized):
τροφίας
Headword (normalized/stripped):
τροφιας
IDX:
89351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89352
Key:

Data

{'content': 'brought up in the house, stall-fed'}