Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τροπόω2
τροπωτήρ
τροῦλλα
τροφά
τροφαλίς
τροφεῖα
τροφεία
τροφεύς
τροφεύω
τροφή
τροφητικός
τροφίας
τροφικός
τροφιμαῖος
τρόφιμος
τροφιμότης
τρόφιον
τρόφις
τροφῖτις
τροφιώδης
τροφόεις
View word page
τροφητικός
concerning maintenance

ShortDef

concerning maintenance

Debugging

Headword:
τροφητικός
Headword (normalized):
τροφητικός
Headword (normalized/stripped):
τροφητικος
IDX:
89350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89351
Key:

Data

{'content': 'concerning maintenance'}