Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τροπόω
τροπόω2
τροπωτήρ
τροῦλλα
τροφά
τροφαλίς
τροφεῖα
τροφεία
τροφεύς
τροφεύω
τροφή
τροφητικός
τροφίας
τροφικός
τροφιμαῖος
τρόφιμος
τροφιμότης
τρόφιον
τρόφις
τροφῖτις
τροφιώδης
View word page
τροφή
nourishment, food, victuals
ShortDef
nourishment, food, victuals
Debugging
Headword:
τροφή
Headword (normalized):
τροφή
Headword (normalized/stripped):
τροφη
IDX:
89349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89350
Key:
Data
{'content': 'nourishment, food, victuals'}