Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τροπός
τροποφορέω
τροπόω
τροπόω2
τροπωτήρ
τροῦλλα
τροφά
τροφαλίς
τροφεῖα
τροφεία
τροφεύς
τροφεύω
τροφή
τροφητικός
τροφίας
τροφικός
τροφιμαῖος
τρόφιμος
τροφιμότης
τρόφιον
τρόφις
View word page
τροφεύς
one who rears
ShortDef
one who rears
Debugging
Headword:
τροφεύς
Headword (normalized):
τροφεύς
Headword (normalized/stripped):
τροφευς
IDX:
89347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89348
Key:
Data
{'content': 'one who rears'}