Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τροπομάσθλης
τρόπος
τροπός
τροποφορέω
τροπόω
τροπόω2
τροπωτήρ
τροῦλλα
τροφά
τροφαλίς
τροφεῖα
τροφεία
τροφεύς
τροφεύω
τροφή
τροφητικός
τροφίας
τροφικός
τροφιμαῖος
τρόφιμος
τροφιμότης
View word page
τροφεῖα
pay for bringing up, the wages of a nurse
ShortDef
pay for bringing up, the wages of a nurse
Debugging
Headword:
τροφεῖα
Headword (normalized):
τροφεῖα
Headword (normalized/stripped):
τροφεια
IDX:
89345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89346
Key:
Data
{'content': 'pay for bringing up, the wages of a nurse'}