Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τροπολόγος
τροπομάσθλης
τρόπος
τροπός
τροποφορέω
τροπόω
τροπόω2
τροπωτήρ
τροῦλλα
τροφά
τροφαλίς
τροφεῖα
τροφεία
τροφεύς
τροφεύω
τροφή
τροφητικός
τροφίας
τροφικός
τροφιμαῖος
τρόφιμος
View word page
τροφαλίς
a piece
ShortDef
a piece
Debugging
Headword:
τροφαλίς
Headword (normalized):
τροφαλίς
Headword (normalized/stripped):
τροφαλις
IDX:
89344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89345
Key:
Data
{'content': 'a piece'}