Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τροπολογέω
τροπολογία
τροπολόγος
τροπομάσθλης
τρόπος
τροπός
τροποφορέω
τροπόω
τροπόω2
τροπωτήρ
τροῦλλα
τροφά
τροφαλίς
τροφεῖα
τροφεία
τροφεύς
τροφεύω
τροφή
τροφητικός
τροφίας
τροφικός
View word page
τροῦλλα
ladle
ShortDef
ladle
Debugging
Headword:
τροῦλλα
Headword (normalized):
τροῦλλα
Headword (normalized/stripped):
τρουλλα
IDX:
89342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89343
Key:
Data
{'content': 'ladle'}