Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τροπίζω
τροπικός
τρόπις
τροπολογέω
τροπολογία
τροπολόγος
τροπομάσθλης
τρόπος
τροπός
τροποφορέω
τροπόω
τροπόω2
τροπωτήρ
τροῦλλα
τροφά
τροφαλίς
τροφεῖα
τροφεία
τροφεύς
τροφεύω
τροφή
View word page
τροπόω
make to turn, put to flight
ShortDef
make to turn, put to flight
to furnish the oar with its thong
Debugging
Headword:
τροπόω
Headword (normalized):
τροπόω
Headword (normalized/stripped):
τροποω
IDX:
89339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89340
Key:
Data
{'content': 'make to turn, put to flight'}