Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τροπιδεῖον
τροπίζω
τροπικός
τρόπις
τροπολογέω
τροπολογία
τροπολόγος
τροπομάσθλης
τρόπος
τροπός
τροποφορέω
τροπόω
τροπόω2
τροπωτήρ
τροῦλλα
τροφά
τροφαλίς
τροφεῖα
τροφεία
τροφεύς
τροφεύω
View word page
τροποφορέω
to bear with

ShortDef

to bear with

Debugging

Headword:
τροποφορέω
Headword (normalized):
τροποφορέω
Headword (normalized/stripped):
τροποφορεω
IDX:
89338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89339
Key:

Data

{'content': 'to bear with'}