Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρόπηξ
τροπίας
τροπιδεῖον
τροπίζω
τροπικός
τρόπις
τροπολογέω
τροπολογία
τροπολόγος
τροπομάσθλης
τρόπος
τροπός
τροποφορέω
τροπόω
τροπόω2
τροπωτήρ
τροῦλλα
τροφά
τροφαλίς
τροφεῖα
τροφεία
View word page
τρόπος
a turn, direction, course, way; character
ShortDef
a turn, direction, course, way; character
Debugging
Headword:
τρόπος
Headword (normalized):
τρόπος
Headword (normalized/stripped):
τροπος
IDX:
89336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89337
Key:
Data
{'content': 'a turn, direction, course, way; character'}