Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τροπήϊον
τρόπηξ
τροπίας
τροπιδεῖον
τροπίζω
τροπικός
τρόπις
τροπολογέω
τροπολογία
τροπολόγος
τροπομάσθλης
τρόπος
τροπός
τροποφορέω
τροπόω
τροπόω2
τροπωτήρ
τροῦλλα
τροφά
τροφαλίς
τροφεῖα
View word page
τροπομάσθλης
supple cringing fellow

ShortDef

supple cringing fellow

Debugging

Headword:
τροπομάσθλης
Headword (normalized):
τροπομάσθλης
Headword (normalized/stripped):
τροπομασθλης
IDX:
89335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89336
Key:

Data

{'content': 'supple cringing fellow'}