Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τροπαιοφόρος
τρόπαλις
τροπέω
τροπή
τροπήϊον
τρόπηξ
τροπίας
τροπιδεῖον
τροπίζω
τροπικός
τρόπις
τροπολογέω
τροπολογία
τροπολόγος
τροπομάσθλης
τρόπος
τροπός
τροποφορέω
τροπόω
τροπόω2
τροπωτήρ
View word page
τρόπις
a ship's keel

ShortDef

a ship's keel

Debugging

Headword:
τρόπις
Headword (normalized):
τρόπις
Headword (normalized/stripped):
τροπις
IDX:
89331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89332
Key:

Data

{'content': "a ship's keel"}