Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

τροπαιοφορέω
τροπαιοφορία
τροπαιοφόρος
τρόπαλις
τροπέω
τροπή
τροπήϊον
τρόπηξ
τροπίας
τροπιδεῖον
τροπίζω
τροπικός
τρόπις
τροπολογέω
τροπολογία
τροπολόγος
τροπομάσθλης
τρόπος
τροπός
τροποφορέω
τροπόω
View word page
τροπίζω
furnish with a keel

ShortDef

furnish with a keel

Debugging

Headword:
τροπίζω
Headword (normalized):
τροπίζω
Headword (normalized/stripped):
τροπιζω
IDX:
89329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89330
Key:

Data

{'content': 'furnish with a keel'}