Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
τρόπα
τροπαία
τροπαϊκιαῖος
τροπαϊκόν
τρόπαιον
τροπαῖος
τροπαιοφορέω
τροπαιοφορία
τροπαιοφόρος
τρόπαλις
τροπέω
τροπή
τροπήϊον
τρόπηξ
τροπίας
τροπιδεῖον
τροπίζω
τροπικός
τρόπις
τροπολογέω
τροπολογία
View word page
τροπέω
to turn
ShortDef
to turn
Debugging
Headword:
τροπέω
Headword (normalized):
τροπέω
Headword (normalized/stripped):
τροπεω
IDX:
89323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-89324
Key:
Data
{'content': 'to turn'}